Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άτυχος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άτυχος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἀτυχής], ο άτυχος·
- στάθηκα άτυχος, διαπιστώθηκε πως υπήρξα άτυχος: «παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανα για να πάρω τη δουλειά, στάθηκα άτυχος, γιατί την ανέθεσαν σ’ έναν γνωστό του διευθυντή».