Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άτυχος
άτυχος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀτυχής], ο άτυχος·
-
στάθηκα άτυχος, διαπιστώθηκε
πως υπήρξα άτυχος: «παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανα για να πάρω τη δουλειά,
στάθηκα άτυχος, γιατί την ανέθεσαν σ’ έναν γνωστό του διευθυντή».