Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άσωτος
άσωτος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄσωτος], άσωτος· που σπαταλά, που ξοδεύει ασυλλόγιστα την περιουσία
του, ιδίως σε διασκεδάσεις: «έκανε άσωτη ζωή, αλλά, απ’ τη μέρα που
παντρεύτηκε, έγινε ο καλύτερος νοικοκύρης»·
- άσωτος
υιός, αυτός που σπαταλά ασυλλόγιστα την πατρική περιουσία, ζώντας ακόλαστη
ζωή. (Λαϊκό: είμ’ ένα κορμί χαμένο ένας άσωτος υιός, απ’ το
σπίτι μου φευγάτος κι απ’ τον τόπο μου μακριά κάθε μέρα κατεβαίνω μες το βούρκο
πιο βαθιά)·
- η
επιστροφή του ασώτου, λέγεται
για άτομο που σταματά να ζει ακόλαστη ζωή και επιστρέφει στην οικογένειά του ή
στην ομαλή κοινωνική ζωή: «όλη η οικογένεια είναι πολύ χαρούμενη με την
επιστροφή του ασώτου». Από την ομώνυμη παραβολή του Χριστού.