Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
αριός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

αριός, -ιά, -ιό, επίθ., βλ. λ. αραιός.

αραιός

αραιός, -ή, -ό κ. αριός, -ιά, -ιό, επίθ. [<αρχ. ἀραιός], αραιός. Επίρρ. αραιά και αριά·
- αραιά και που ή αριά και που, σε αραιά χρονικά διαστήματα: «αριά και που περνάει απ’ το μπαράκι μας». (Λαϊκό τραγούδι: αριά και που λευκές γραμμές χαράζουν το γαλάζιο και ’γω βιδώθηκα στη γη και αγγελίες διαβάζω
- αραιά τα σκόρδα να χοντραίνουν, βλ. λ. σκόρδο.