Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άπτομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άπτομαι, ρ. [<αρχ. ἅπτομαι], άπτομαι· συνήθως εύχρ. ως επίθ. στη φρ. μη μου άπτου, λέγεται συνήθως ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που είναι λεπτεπίλεπτο, για άτομο που δεν αντέχει στην παραμικρή ταλαιπωρία: «ο μεγάλος του ο γιος είναι σκύλος στη δουλειά, αλλά ο μικρός είναι μη μου άπτου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πολύ και κλείνει με το είσαι ή είναι· βλ. και λ. μημουάπτου.  

μημουάπτου

μημουάπτου, άκλ. επίθ. [από την ευαγγελική φρ. μή μου ἅπτου (= μη με αγγίζεις)]. 1. άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, ευαίσθητος, υπερευαίσθητος: «μην το κουράζεις το παιδί, γιατί είναι μημουάπτου || μόλις δει κάποιον να υποφέρει, βάζει τα κλάματα, γιατί είναι πολύ μημουάπτου ο άνθρωπος». 2. άνθρωπος που παρεξηγείται ή που νευριάζει με το παραμικρό: «πρόσεχε πώς θα του φερθείς, γιατί είναι πολύ μημουάπτου». Από την εικόνα του ομώνυμου φυτού, της μιμόζας (μιμόζα η αισχυντηλή = η ντροπαλή) που αντιδρά με απότομο δίπλωμα των φύλλων του σε κάποιο ξαφνικό άγγιγμα· βλ. και λ. άπτομαι.