Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άπειρο
άπειρο,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. άπειρος], το άπειρο·
- επ’
άπειρο(ν), αδιάκοπα, για πάντα, χωρίς τέλος: «δε θα παραβλέπω επ’ άπειρο
τις αταξίες σου! || δε θα περιμένω επ’ άπειρο να μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου
χρωστάς!».