Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άπαξ
άπαξ, επίρρ. [<αρχ. ἅπαξ], μια φορά·
- άπαξ
δια παντός, βλ. λ. παν·
- άπαξ
και...., σε περίπτωση που...., στην περίπτωση που…, μια και...., αφού,
εφόσον: «άπαξ και δε θέλεις να ’ρθεις, μην έρχεσαι || άπαξ και πεις το ναι, δεν
υπάρχει περίπτωση να υπαναχωρήσεις».