Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άνθρακας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άνθρακας, ο, ουσ. [<αρχ. ἄνθραξ], ο άνθρακας·
- άνθρακες ο θησαυρός, βλ. λ. θησαυρός.

θησαυρός

θησαυρός, ο, ουσ. [<αρχ. θησαυρός], ο θησαυρός. 1. πολύτιμος άνθρωπος, άνθρωπος με πολλά χαρίσματα: «αυτός ο άνθρωπος είναι θησαυρός, γι’ αυτό δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να χάσεις την εύνοιά του». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο πάψε να μου λες πως δε θα σε πάρω, άλλον τέτοιο θησαυρό πού θα τονε βρω, μη φοβάσαι άνθρωπο, μη φοβάσαι χάρο, θα σε κάνω ταίρι μου, θα σε παντρευτώ).2. άνθρωπος πολύ καλόκαρδος, πολύ καλόψυχος: «δε χαλάει το χατίρι κανενός, γιατί είναι θησαυρός αυτός ο άνθρωπος». 3. πλούτη φανταστικά ή πραγματικά που είναι κρυμμένα σε ερημικές τοποθεσίες ή θαμμένα στη γη: «χρόνια ψάχνει να βρει στα γύρω βουνά το θησαυρό του Μεχμέτ Αλή»·
- άνθρακες ο θησαυρός, διαψεύστηκαν οι ελπίδες: «πολλοί περίμεναν την ενοχή του, αλλά άνθρακες ο θησαυρός». Συχνά σε χρήση από τους πολιτικούς·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- θησαυρέ μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο η οποία δηλώνει αγάπη, στοργή ή τρυφερότητα: «τι θέλεις να σου φέρω, θησαυρέ μου, απ’ την αγορά!». (Τραγούδι: αχ, θησαυρέ μου, ό,τι πολύ αγάπησα θάλασσα έχει γίνει
- κρυμμένος θησαυρός, λέγεται για άτομο που έχει πολλά κρυφά προσόντα: «αυτός ο υπάλληλος αποδείχτηκε κρυμμένος θησαυρός, γιατί με ξελασπώνει, κάθε φορά που βρίσκομαι σε δύσκολη θέση»·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, βλ. λ. φίλος·
- το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, ειδικό παιχνίδι που παίζεται από πολλά άτομα μαζί και μόνο στο ύπαιθρο: «κάθε χρόνο στο καρναβάλι της Πάτρας παίρνω μέρος στο κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού».