Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
άνευ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

άνευ, καταχρ. πρόθεση,[<αρχ. ἄνευ], (στη γλώσσα της αργκό σύνταξη με αιτιατ.), δίχως, χωρίς: «μια μακαρονάδα άνευ σάλτσα || έναν πατσά με άνευ κι άνευ», έναν πατσά, χωρίς κόκκινη σάλτσα και χωρίς σκόρδο·
- άνευ λόγου ή άνευ λόγου και αιτίας, βλ. λ. λόγος·
- άνευ όρων, βλ. λ. όρος·
- άνευ προηγουμένου, προηγούμενος·
- άνευ χαρτοφυλακίου, έκφραση αμφισβήτησης για την ικανότητα κάποιου, ιδίως στον επαγγελματικό του χώρο: «μου είπαν ότι ο τάδε είναι καλός γιατρός. -Άνευ χαρτοφυλακίου». Από τη γλώσσα της πολιτικής·
- είναι άνευ σημασίας, βλ. λ. σημασία·
- παραδίνομαι άνευ όρων (σε κάποιον), βλ. λ. παραδίνομαι·
- παράδοση άνευ όρων, βλ. λ. παράδοση.

όρος

όρος, ο, ουσ. [<αρχ. ὄρος], το βουνό·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, α. κυριεύομαι από μεγάλη απόγνωση, από μεγάλη απελπισία: «με το παραμικρό εμπόδιο που του τυχαίνει, παίρνει τα όρη τ’ άγρια βουνά». β. αποτρελαίνομαι: «πώς να μην πάρει τα όρη τ’ άγρια βουνά ο άνθρωπος με τόσες στενοχώριες που τον βασανίζουν!»·
- στα όρη στ’ άγρια βουνά, α. προσταγή λαϊκού εξορκιστή να φύγει κάθε κακό, κάθε βασκανία που βασανίζει κάποιον. Συνήθως της φρ. προτάσσεται τριπλό φτου(!). β.πολύ απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη περιοχή: «πήγε κι έκτισε ένα σπίτι στα όρη στ’ άγρια βουνά και βρήκε την ησυχία του»·
- το όρος της Αφροδίτης, το εφήβαιο των γυναικών: «το όρος της Αφροδίτης ξεχώριζε έξω απ’ το βρακάκι της».

παραδίνομαι

παραδίνομαι κ. παραδίδομαι, ρ. [<παραδίνω], παραδίνομαι. 1. εγκαταλείπω, εγκαταλείπομαι, αφήνομαι στην απόλυτη διάθεση κάποιου: «παραδόθηκε στις πρόστυχες ορέξεις του». (Λαϊκό τραγούδι: παραδόθηκα σε σένα, δε λογάριασα κανένα κι είπα τώρα ό,τι θέλει ας γίνει). 2. αναγνωρίζω, παραδέχομαι την ανωτερότητα κάποιου και εγκαταλείπω κάθε αντίσταση, διακόπτω κάθε αναμέτρηση: «όσο ήταν άνθρωποι της δικής μου οικονομικής επιφάνειας, συμμετείχα κι εγώ στο μειοδοτικό διαγωνισμό, μόλις όμως ήρθε ο τάδε μεγαλοκαρχαρίας, παραδόθηκα». Από την εικόνα του παλαιστή που με τη λέξη παραδίνομαι αναγνωρίζει την ήττα του·
- παραδίνομαι άνευ όρων (σε κάποιον), α. παραδίνομαι ηττημένος στο νικητή χωρίς δυνατότητα διαπραγματεύσεων, παραδίνομαι ολοκληρωτικά: «η χιτλερική Γερμανία παραδόθηκε άνευ όρων στους Συμμάχους». β. αφήνω, εγκαταλείπω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά στη διάθεση κάποιου: «ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του, που του παραδόθηκε άνευ όρων»·
- παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα, βλ. λ. αγκαλιά·
- παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέως, βλ. λ. αγκάλη.

παράδοση

παράδοση, η, ουσ. [<αρχ. παράδοσις <παραδίδωμι], η παράδοση· στον πλ. οι παραδόσεις, ό,τι συνεχίζεται σε ένα λαό μεταδιδόμενο από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά σε σχέση με τα ήθη και έθιμα ή σε σχέση με διάφορες αντιλήψεις ή δραστηριότητες: «ο ελληνικός λαός είναι προσκολλημένος στις παραδόσεις του || τα παιδιά μου μένουν πιστά στις δημοκρατικές παραδόσεις της οικογένειάς μας»·
- από παράδοση, λέγεται για κάτι που συνεχίζεται από κάποιον από παλιά: «η οικογένειά του από παράδοση ασχολείται με την παραγωγή κρασιού»·
- εκ παραδόσεως, βλ. φρ. κατά παράδοση·
- έχω παράδοση (σε κάτι), έχω αναπτύξει, καλλιεργήσει μια ιδιότητα στο παρελθόν, που τη διαθέτω, την καλλιεργώ και μέχρι σήμερα: «η οικογένεια Μπουτάρη έχει παράδοση στο καλό κρασί»·
- κατά παράδοση, λέγεται για κάτι που συνηθίζεται από παλιά ή γίνεται σύμφωνα με ορισμένη συνήθεια: «Ρετσίνα Μαρκόπουλου: Ονομασία κατά παράδοση»·
- παράδοση άνευ όρων, η χωρίς δυνατότητα διαπραγματεύσεων, η ολοκληρωτική παράδοση του ηττημένου στο νικητή: «η ναζιστική Γερμανία αναγκάστηκε σε παράδοση άνευ όρων»·
- σπάω την παράδοση, ανατρέπω κάτι που επαναλαμβάνεται συνεχώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, που έχει γίνει καθεστώς: «ο Π.Α.Ο.Κ. έσπασε την παράδοση κερδίζοντας τον Άρη μέσα στο Χαριλάου».

σημασία

σημασία, η, ουσ. [<αρχ. σημασία], η σημασία. 1. η σπουδαιότητα, η αξία που έχει ή που παρουσιάζει πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση, ή η σπουδαιότητα, η αξία που δίνει κάποιος σε πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση: «έχει μεγάλη σημασία ποιος θ’ αναλάβει τη διεύθυνση αυτής της δουλειάς || αυτός σε βοήθησε, εσύ όμως κατάλαβες τη σημασία της χειρονομίας του;». 2. (για υποθέσεις ή καταστάσεις) δηλώνει αδιαφορία: «μια ώρα του φωνάζω, αλλά αυτός σημασία». (Λαϊκό τραγούδι: και οι δύο σ’ αφασία, μα εκείνη σημασία). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- (δε) δίνω σημασία, (δεν) παρακολουθώ, (δεν) υπολογίζω, ιδίως αυτά που μου λέει κάποιος: «σου μιλώ μια ώρα κι εσύ δε δίνεις σημασία σ’ αυτά που σου λέω». (Λαϊκό Τραγούδι: όλοι με κατηγορούνε μαζί σου πως γυρνώ, μα δε δίνω σημασία, γιατί σε αγαπώ
- δε μου ’δωσε (καμιά, καθόλου) σημασία, δε με υπολόγισε (καθόλου), με αγνόησε (εντελώς): «χίλιες φορές θέλησα να τον συμβουλέψω, αλλά δε μου ’δωσε καμιά σημασία». (Λαϊκό τραγούδι: αν ήμουνα κορίτσι από τζάκι θα μ’ έκανες γυναίκα σου ευθύς· γιατ’ είμαι φτωχοκόριτσο μ’ αφήνεις και ούτε σημασία δε μου δίνεις
- δεν έχει (καμιά, καθόλου) σημασία (κάποιος ή κάτι), δεν έχει (καμιά, καθόλου) σπουδαιότητα, (καμιά, καθόλου) αξία κάποιος ή κάτι: «αυτός ο άνθρωπος δεν έχει καμιά σημασία στην υπόθεση || δεν έχει καθόλου σημασία τι σου είπε, γιατί άλλος διευθύνει εδώ μέσα»·  
- δεν του δίνω (καμιά, καθόλου) σημασία, δεν τον υπολογίζω (καθόλου), τον αγνοώ (εντελώς): «αυτός είναι τρελός για πάρτη της κι αυτή δεν του δίνει καμιά σημασία»·
- είναι άνευ σημασίας, δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς με το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, δεν έχει καμιά αξία: «ό,τι και να πει για μένα, το περνάω στο ντούκου, γιατί είναι άνευ σημασίας ο άνθρωπος || έχασα τον αναπτήρα μου, αλλά δε στενοχωριέμαι, γιατί ήταν άνευ σημασίας για μένα»·
- είναι χωρίς σημασία, βλ. φρ. είναι άνευ σημασίας·
- έχει σημασία; βλ. φρ. τι σημασία έχει(;)·    
- η σημασία είναι να…,η κύρια επιδίωξη, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι να...: «η σημασία είναι να μπορέσουμε να πείσουμε τον τάδε να χρηματοδοτήσει το έργο»·
- με όλη τη σημασία της λέξης, με το πλήρες νόημα που έχει η λέξη πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα και λέγεται για να δώσουμε έμφαση, για να τονίσουμε το νόημα που περικλείει η λέξη: «είναι παλιάνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης»·
- με σημασία, με μια ιδιαίτερη έννοια, με έναν ιδιαίτερο τρόπο: «τον κοίταξα με σημασία για να μ’ ακολουθήσει, αλλά αυτός δεν κατάλαβε τίποτα»·
- μη δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αδιαφόρησε (εντελώς): «όλοι ξέρουν πόσο πολύ σε ζηλεύει, γι’ αυτό μη δίνεις σημασία, όταν σε κατηγορεί»·
- μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αγνόησέ τον (εντελώς): «σε κάνει νόημα ο τάδε, αλλά μην του δίνεις σημασία, γιατί είναι κολλητσίδας και δε θα μπορέσουμε να τον ξεφορτωθούμε εύκολα»·
- σημασία ο δικός σου, δηλώνει πως, το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε, αγνοεί εντελώς αυτά που του λέμε, αυτά που του συμβουλεύουμε: «τον συμβούλευα μια ώρα, αλλά σημασία ο δικός σου»·
- τι σημασία έχει; έκφραση αδιαφορίας: «αν θελήσεις κάτι, μπορώ να σε βοηθήσω. -Τι σημασία έχει; Τώρα είναι πια αργά»·
- του δίνω σημασία, δεν τον αγνοώ, τον υπολογίζω: «όχι μόνο του δίνω σημασία αυτού του ανθρώπου, αλλά τον εκτιμώ και βαθύτατα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί της δίνεις τόση σημασία κι απάνω της το παίρνει και γελά;).