Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
Ρωμιός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

Ρωμιός, ο, θηλ. Ρωμιά, η, ουσ. [<μσν. Ρωμιός <μτγν. Ρωμαῖος (= πολίτης του ανατολικού ρωμαϊκού (βυζαντινού) κράτους], ο νεοέλληνας: «ανέκαθεν ο Ρωμιός ήταν τσαπατσούλης και άνθρωπος της τελευταίας στιγμής || ο Ρωμιός είναι φιλόξενος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Ρωμιά και Θεσσαλονικιά). Λέγεται και με ειρωνική ή υποτιμητική διάθεση, αλλά κατά την κ. Αρβελέρ, αποτελεί πάντα τίτλος τιμής.