Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
μάγια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μάγια, τα, ουσ. [<μσν. μάγεια <αρχ. ἡ μαγεία], κακόβουλη πράξη, που, με τη χρησιμοποίηση διάφορων συμβολικών αντικειμένων, χειρονομιών ή λόγων, επιδιώκεται η επιρροή επάνω σε κάποιον άνθρωπο ή η καταστροφή του, καθώς και αυτά τα συμβολικά αντικείμενα, οι χειρονομίες ή τα λόγια που χρησιμοποιούνται γι’ αυτόν το σκοπό: «τα μάγια είναι διαβολικά καμώματα». (Λαϊκό τραγούδι: να πετάξουμε τα μάγια μες τη θάλασσα και το δέχτηκες καλή μου και παλάβωσα
- δένω με μάγια, επιβάλλομαι σε κάποιον, τον κάνω υποχείριό μου, χρησιμοποιώντας κακόβουλα διάφορα συμβολικά αντικείμενα, χειρονομίες ή λόγια: «τον έδεσε με μάγια, η άτιμη, και τον έχει κάνει να τρέχει πίσω της σαν σκυλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: μάγια σου ’χω κάνει μία νύχτα με φεγγάρι, μάγια μάγια σ’ έχω δέσει και κανείς δε θα σε πάρει)· βλ. και φρ. κάνω μάγια·
- έπιασαν τα μάγια, είχε το ποθούμενο αποτέλεσμα για αυτόν που τα επιδίωξε, γι’ αυτόν που τα έκανε: «δεν ήθελε να τη δει, αλλά απ’ τη στιγμή που άρχισε να τη λατρεύει, πάει να πει πως έπιασαν τα μάγια που του ’κανε». (Λαϊκό τραγούδι: ν’ ανάψουνε και να καούν, πως έκαψαν και μένα, τα μάγια να της πιάσουνε,να σέρνεται στα ξένα 
- κάνω μάγια, χρησιμοποιώ κακόβουλα διάφορα συμβολικά αντικείμενα, χειρονομίες ή λόγια, για να επιβληθώ επάνω σε κάποιον ή για να τον καταστρέψω ή για να τον επηρεάσω ερωτικά. (Λαϊκό τραγούδι: μάγια μου ’χει κάνει μάνα, είναι μάγισσα, και στον κάβο της καρδιάς της εναυάγησα // μάγια μάγια θα σου κάνω να μ’ αγαπήσεις, κι όποιον γνώρισες ως τώρα, να τον αφήσεις)· βλ. και φρ. κάνω μαγικά, λ. μαγικός·
- λύθηκαν τα μάγια, με την κατάλληλη διαδικασία, διαλύθηκε η κακόβουλη επιρροή που είχε κάποιος σε κάποιον: «πήγε σε μια ξεματιάστρα και με τα διάφορα μαγικά της λύθηκαν τα μάγια που του ’καναν»·
- λύνω τα μάγια, χρησιμοποιώ διάφορα συμβολικά αντικείμενα, χειρονομίες ή λόγια, για να απαλλάξω κάποιον από την κακόβουλη επιρροή κάποιου ή για να τον γλιτώσω από την καταστροφή, ξεματιάζω: «υπήρχε μια γριούλα στην άκρη του χωριού, που μπορούσε να του λύσει τα μάγια». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάω εκεί στην Αραπιά, που μ’ έχουνε μιλήσει, για μια μεγάλη μάγισσα τα μάγια να μου λύσει
- μάγια σε κάνανε! έκφραση έντονης απορίας για άτομο που ξαφνικά άρχισε να συμπεριφέρεται ή να ενεργεί παράδοξα, παράλογα: «εσύ ήσουν μια χαρά παιδί, μάγια σε κάνανε και στράβωσες τόσο απότομα!»·
- ξέρω μάγια, έχω την ικανότητα να χρησιμοποιώ διάφορα συμβολικά αντικείμενα, χειρονομίες ή λόγια, με σκοπό να επιβληθώ κακόβουλα πάνω σε κάποιον ή να του κάνω κακό: «απ’ τη μέρα που έμαθαν πως ξέρω μάγια, δε μου πάει κόντρα κανένας». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το να κάνω.
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω.

μαγιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαγιά, η, ουσ. [<τουρκ. maya], η μαγιά. 1. το αρχικό κεφάλαιο που επενδύει κάποιος για τη δημιουργία μιας επιχείρησης: «χωρίς μαγιά δεν μπορεί σήμερα να ξεκινήσει καμιά δουλειά || υπάρχει καθόλου μαγιά ή ξεκινάς τη δουλειά χωρίς φράγκο;». 2. οτιδήποτε αποτελεί το πρώτο και βασικό στοιχείο μιας διαδικασίας: «ο στενός φιλικός του κύκλος υπήρξε η μαγιά της εισόδου του στην πολιτική»·
- έχω μαγιά, έχω το απαιτούμενο αρχικό κεφάλαιο για τη δημιουργία κάποιας δουλειάς, επιχείρησης: «δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά που μου λες, γιατί δεν έχω μαγιά»·
- κάνω μαγιά, αποκτώ κάποιο χρηματικό κεφάλαιο: «έριξα όλα μου τα λεφτά σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά ευτυχώς μέσα σε λίγο καιρό έκανα πάλι μαγιά για να μπορέσω να κινηθώ»·
- πιάνω μαγιά, βλ. φρ. κάνω μαγιά.

κερατώνω

κερατώνω, ρ. [<μτγν. κερατόω-ῶ], προσβάλλω τη συζυγική τιμή ως μοιχός ή ως μοιχαλίδα, απατώ το συζυγικό μου ταίρι, τον ερωτικό μου σύντροφο: «απ’ τη μέρα που τον κεράτωσε η γυναίκα του, το ’χει ρίξει στο πιοτό || δεν τη νοιάζει που την κερατώνει, γιατί είναι πολύ πλούσιος κι εκμεταλλεύεται τα πλούτη του»·
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, συμβουλευτική έκφραση σε γυναίκα πως, αν θέλει να έχει το ενδιαφέρον και την προσοχή του άντρα της, δε χρειάζεται παρά να κεντρίσει τη ζήλια του, το αντρικό του φιλότιμο. Από το ότι, παλιότερα αλλά και σήμερα, πολλές γυναίκες που έβλεπαν να απομακρύνεται από κοντά τους ο άντρας τους, κατέφευγαν σε διάφορα μάγια. Πρβλ.: σαν δοκιμάσει ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκερά του (βλ. Φίλιππος Βλάχος, “Χωριάτικα βρωμόλογα”, σελ. 20, Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1986).