Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
Ευρώπη
Ευρώπη, η, ουσ. [<αρχ. Εὐρώπη], η Ευρώπη·
- βλέπει Ευρώπη, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) έχει
πιθανότητα να παίξει σε επίσημη ευρωπαϊκή διοργάνωση: «αν κερδίσει η ομάδα μας
στο τελευταίο της παιχνίδι, βλέπει Ευρώπη»·
- στας Ευρώπας ή στις Ευρώπες, ειρωνική
αναφορά στην Ευρώπη και στους Ευρωπαίους σε αντιδιαστολή με την Ελλάδα και τους
Έλληνες: «ο κύριος δε μας καταδέχεται, γιατί, βλέπεις, σπούδασε στας Ευρώπας».
(Λαϊκό τραγούδι: τηλέφωνο μου φαίνεται πως το ’πες, κυρ-πρόεδρε, το ζλάπι
απ’ τις Ευρώπες, σύρμα πάνω, σύρμα κάτω και στα Φάρσαλα μαντάτο).