Γερμανός
Γερμανός, ο, ουσ. [<μσν. Γερμανός <λατιν. Germanus], (στη
γλώσσα της φυλακής), ο ξανθός, ο ξανθομάλλης: «για πες σ’ εκείνον τον Γερμανό
να μου στείλει ένα τσιγάρο». Από το ότι οι Γερμανοί είναι κατ’ εξοχήν ξανθοί·
-
κάνω το Γερμανό, προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αθώο, τον αμέτοχο: «κάθε
φορά που γίνεται λόγος για τη ληστεία που έκανε με την παρέα του, κάνει το
Γερμανό». Έκφραση που καθιερώθηκε με αυτή την έννοια ύστερα από το Β΄ παγκόσμιο
πόλεμο, όταν έγιναν πια γνωστές οι θηριωδίες των Γερμανών στρατιωτών κατά των
Εβραίων ή και κατ’ άλλων πληθυσμών στα κατεχόμενα εδάφη, και κάθε φορά που
γίνεται λόγος γι’ αυτές μπροστά σε Γερμανό, αυτός προσποιείται τον αθώο ή τον
αμέτοχο ή υποστηρίζει πως ο γερμανικός λαός είχε άγνοια. Συνών. κάνω τον
Αμερικάνο / κάνω τον Κινέζο.